Λεξιλόγιο

Γραφείο   »   オフィス

ボールペン

bōrupen
το στυλό

休憩

kyūkei
το διάλειμμα

ブリーフケース

burīfukēsu
ο χαρτοφύλακας

色鉛筆

iroenpitsu
το χρωματιστό μολύβι

会議

kaigi
το συνέδριο

会議室

kaigijitsu
η αίθουσα συσκέψεων

コピー

kopī
το αντίγραφο

ディレクトリ

direkutori
ο κατάλογος

ファイル

fairu
το αρχείο

ファイルキャビネット

fairukyabinetto
η αρχειοθήκη

万年筆

man'nenhitsu
η πένα

レタートレイ

retātorei
ο δίσκος εγγράφων

マーカー

mākā
ο μαρκαδόρος

ノート

nōto
το καρνέ

メモ帳

memochō
το σημειωματάριο

事務所

jimusho
το γραφείο

事務用椅子

jimu-yō isu
η καρέκλα γραφείου

残業

zangyō
η υπερωριακή εργασία

ペーパークリップ

pēpākurippu
ο συνδετήρας

鉛筆

enpitsu
το μολύβι

パンチ

panchi
η διατρητική μηχανή

金庫

kinko
το χρηματοκιβώτιο

鉛筆削り

enpitsukezuri
η ξύστρα

シュレッダー紙

shureddā-shi
το τεμαχισμένο έγγραφο

シュレッダー

shureddā
ο τεμαχιστής

らせん綴じ

rasentoji
το δέσιμο με σπιράλ

ホッチキスの針

hotchikisunohari
ο συνδετήρας σύρτη

ホッチキス

hotchikisu
το συρραπτικό

タイプライター

taipuraitā
η γραφομηχανή

ワークステーション

wākusutēshon
ο σταθμός εργασίας
Πήγαινε πίσω